Όταν γεράσει ο άνθρωπος, μειώνεται το φως του.
Θαρρεί πως κατουρεί μακριά, μα κατουρεί ομπρός του.
Η αρρώστια των πουλερικών, μ’ έχει απασχολήσει.
Μη μου ψοφήσει το πουλί, που μού ‘δωσε η φύση.
Απ’ όλα τα τετράποδα μ’ αρέσει το κρεβάτι.
Δεν είναι πιο καλή δουλειά, απ’ τό καλό ραχάτι.
Στο τέσσερα επί τέσσερα, θα βάλω παραπέτι.
Όντε θα κάνω τσι σπινιές, ο σκύλος να μη πέφτει.
Αγόρασα ένα φορτωτή, με οροφή κομμένη.
Για να μπορεί με άνεση, στσι τράπεζες να μπαίνει.
Πέθανε συ κι ας μη νογάς, αν θα σε συλλογιούνται.
Και τα μωρά πορεύονται κι οι χήρες κυβερνιούνται.
Ετούτηνε την εποχή, μην περιμένεις γάμο.
Γιατί ακρίβηνε η ζωή και μπουνταλιές δεν κάνω.
Το να γενεί κανείς παππούς, αυτό δεν είναι πράμα.
Το να κοιμάσαι με γιαγιά, είναι μεγάλο δράμα.
Άμα τη δεις την κοπελιά και ‘χει πολύ αέρα,
στείλ’ τηνε στο διάολο κι ακόμα παραπέρα.
Το μαύρο το πουκάμισο το πήρα απ’ του Αρμάνι.
Σαρανταδυό χιλιάρικα το γαμημένο κάνει.
Την πεθερά μου μια βραδιά στον ύπνο μου την είδα.
Και νόμιζα πως πάλευα με τη Λερναία Ύδρα.
Σαν τη θωρείς την κοπελιά κι όλο γυρεύει χάδια,
να ξέρεις πως τα κέρατα βγάζουνε παρακλάδια.
Χάλασα τ’ αγροτικό να ‘ρχομαι στο χωριό σου,
γιατί ‘χει χωματόδρομο, γαμώ το δήμαρχό σου.
Τη μαντινάδα δυο φορές, ποτέ σου μην τη λέεις.
Γιατί θαρρούν οι κοπελιές, πως άλλες δεν κατέεις.
Αγάπε με να σ’ αγαπώ, με αγάπη εμείς να ζούμε.
Μα αν μ’ αγαπάς αγάπη μου, σκάσε να κοιμηθούμε!
Κακό είναι συναπάντημα, να δεις παπά μπροστά σου.
Μα πιο κακό είναι το πρωί, να δεις την πεθερά σου.
.jpg&container=blogger&gadget=a&rewriteMime=image%2F*)