Σαν θα πεθάνω βάλτε μου το κινητό στο μνήμα.
Μα μη με θάψετε βαθιά γιατί δεν θα ‘χω σήμα.

Την πεθερά μου βάλτε τη πάνω στον Ψηλορείτη.
Για να την βλέπουν οι οχτροί να σκιάζονται την Κρήτη!

Κάτω απ’ το φως του φεγγαριού συχνά για σένα κλαίω.
Μετά το ξανασκέφτομαι και «δεν γαμιέσαι!» λέω.

Άλλος τη θέλει όμορφη… Άλλος τη θέλει να ‘χει…
Κι άλλος κλείνει τα μάτια του και παίρνει όποια λάχει…

Ίντα το θες το κινητό αφού δεν το σηκώνεις;
Μπας και του έχεις δόνηση και πουθενά το χώνεις;

Σα νε γεράσει ο άνθρωπος ο κώλος του φαρδαίνει.
Και να τονε γαμήσουνε δεν το καταλαβαίνει!

Άμα ποθάνω βάλτε μου τη μηχανή στο μνήμα.
Μα να τη στέσετε καλά να μη χυθεί η βενζίνα.

Μόνο του γέρου η ψωλή κάνει καλό γαμήσι.
Γιατί αργεί να σηκωθεί και ‘γανακτά να χύσει.

Δεν το κατέχω απ΄τα ζά πράμα να ΄χω κερδίσει.
Γι΄αυτό και ΄γω το χειμαδιό το φύτεψα χασίσι.

Ανάθεμά τη τη ρακή ίντα ‘ναι αυτό που κάνει,
κι όταν την πίνω γίνεται το πάτωμα ταβάνι.

Καλιά ‘ναι να σου παίξουνε με το πιστόλι δέκα.
Παρά να πας να παντρευτείς μία γλωσσού γυναίκα.

Ήθελα να ‘μουνα χοχλιός, να ‘ρθω στη γειτονιά σου.
Να γράφω με το σάλιο μου στις πέτρες τ’ όνομά σου.

Ω κακομοίρη γέροντα, ίντα σε περιμένει.
Οξεία παίρνει το μουνί κι όχι περισπωμένη!

Την πεθερά μου θέλω να δω, στα χασαπιά σφαγμένη.
Με το κιλό να την πουλούν, κανείς να μην την παίρνει.

Εξήντα μήνες σ’ αγαπώ, σύνολο πέντε χρόνια.
Και λεμονιές να φύτευα θα έκοβα λεμόνια.

Τέτοια ντροπή δεν την μπορώ και την καρδιά μου καίει.
Με τι ψυχή με άφησες, για έναν Εγγλέζο γκέι;

Ήθελα να ‘σουνα κεφτές και να ‘μουν το τηγάνι.
Να δεις η φλόγα του σεβντά, κάψιμο που το κάνει.

Εγώ παρέα με γιατρό και με παπά δεν κάνω.
Ο ένας θέλει να πονώ κι ο άλλος ν’ αποθάνω.

Ποιος κερατάς σου έκανε, στενό το φόρεμα σου;
Να μην χωρεί η χέρα μου, να πιάσει τα βυζιά σου;

Εσύ που ξέρεις τα πολλά κι ο νους σου κατεβάζει…
Ένα βαρέλι ζάχαρη, πόσους φραπέδες βγάζει;

Άννα μου εσυγχώρεσε, αυτή μου τη βλακεία.
Μου ‘χει σαλέψει πια ο νους, από τη μαλακία.

Εσύ είσαι μικρή μου όμορφη, μα εν πάση περιπτώσει.
Να δούμε κι ο πατέρας σου, ίντα λεφτά θα δώσει.

Πως μ’ αγαπάς το διάβασα σ’ ενός αρνιού τη σπάλα.
Μα εγώ για να βεβαιωθώ, θα πάω να σφάξω κι άλλα.

Κι εκεί που σ’ είχα απέναντι και μ’ άπλωνες το χέρι,
ξύπνα μου λέει μια φωνή, και πήγε μεσημέρι!

Aν μάθω ότι παντρεύτηκες και άλλον ότι πήρες,
θα σκοτωθώ Kατερινιώ, με δυο καφάσια μπίρες!

Όταν στο σπίτι μου κοντά, η πεθερά ζυγώνει,
με πιάνει σοκ αλλεργικό και παίρνω κορτιζόνη.

Παρ’ όλο που ‘χα συνεχώς, το μάτι μου γαρίδα,
εδά μόνο κατάλαβα, πως έχεις πιτυρίδα.

Φεγγάρι γιατί κρύβεσαι στα σύννεφα από πίσω;
Φέξε γαμώ την τύχη μου, δε βλέπω να γαμήσω.

Από την πόρτα σου περνώ, βήχω και ξεροβήχω.
Κι αν δεν βγεις έξω να σε δω, σου κατουρώ τον τοίχο
 
Top